διαμετροῦμαι

διαμετροῦμαι
διαμετρέω
measure through
pres ind mp 1st sg (attic epic doric)
διαμετρέω
measure through
pres ind mp 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διαμετρώ — και διαμετράω (Α διαμετρῶ, έω) [μετρώ] 1. μετρώ κάτι από το ένα μέχρι το άλλο άκρο του 2. βρίσκω την τιμή τής διαμέτρου 3. υπολογίζω, κρίνω 4. ελέγχω με διαμετρητήρα αρχ. 1. διαμοιράζω 2. χορηγώ σιτηρέσιο 3. αστρον. βρίσκομαι στο αντίθετο σημείο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”